31.10.06

κάποια από τα χαμένα...

Έκλεισε πια ένας χρόνος που είμαι εξόριστη... στην πόλη. Έδωσα μεγάλη μάχη να μπορέσω να κρατηθώ εκεί, στον τόπο που μου είχε χαριστεί, προνόμιο για εκλεκτούς. Όμως η οχύρωση ήταν σαθρή... Και ο μεγάλος στρατηγός λύγισε... ή μάλλον χρηματίστηκε. Η πολιορκία κράτησε οχτώ μήνες. Τόχα πει από την αρχή. ΄Ηταν μια συντεχνία απατεώνων που έστησαν την πλεκτάνη τους, με κίνητρο το κέρδος... Δεν με πίστεψε κανείς... Ήμουν η ονειροπαρμένη! και έβλεπα τις καταστάσεις με τη θολούρα της συναισθηματικής φόρτισης...
Μόνο που είκοσι μήνες μετά, αφού ανάλωσα όλες μου τις δυνάμεις... αφού σύρθηκα και εκλιπάρησα να με εμπιστευτούν... ήρθαν οι αποδείξεις... και πήρα την εντολή να συμμαζέψω ό,τι μπορεί να διορθωθεί... Πως όμως; Με ποιές αντοχές; Από που να κρατηθώ;

Πως να εμπνευστώ, να δυναμώσω;
αφού δεν μπορώ πιά...

να ξυπνήσω από την πρώτη αχτίδα του ηλίου που έμπαινε στο δωμάτιο , φιλτραρισμένη από τα φύλλα της πορτοκαλιάς πούχε φωλιάσει το αηδόνι...
να πιω τον καφέ μου στην άκρη του βράχου με τα πόδια στη θάλασσα...
να απλώσω το χέρι να χαιδέψω το πρώτο φρούτο στο δέντρο...και καθισμένη στα πέτρινα σκαλιά να απολαύσω τη μεστή του γεύση...
να δω τις εποχές να αλλάζουν στο χρώμα του ουρανού, στον ανοιχτό ορίζοντα... και στους ήχους της θάλασσας...
να δω τον "τρελό" του διπλανού χωριού να κάνει την πρωινή του γυμναστική στην αμμουδιά...
να μου "επιτεθούν" οι πεταλούδες την ώρα που περνούσα από το δασάκι στο δρόμο για την πόλη...
να μετρήσω τα κυκλάμινα που χρόνια φυτρώνουν στο ίδιο σημείο...
να ακούσω τα βατραχάκια να κοάζουν στο ποταμάκι ακόμα και αν κάποτε με ενοχλήσαν...
να μαζέψω το αλάτι που έμενε στα γουβώματα του βράχου...
να δω την πληγωμένη χελώνα που έχασε το δρόμο της προς τον τόπο ωοτοκίας της...
να μαζέψω το θυμάρι, τα κρίταμα και τα άγρια σπαράγγια...
να περπατήσω ξυπόλητη στα βράχια στην "αρχαία πολιτεία" μέχρι να φτάσω στο ξωκκλήσι με την απέραντη θέα...
να μαζέψω πεταλίδες για τη φτωχική μακαρανόδα, αχινούς για τη γευστική ηδονή ή καβούρια για τον ουζομεζέ της παρέας...
να αγγίξω τα κοχύλια που ξέβρασε το κύμα μαζί με γλυπτά ξύλα και να ψάχνω για μπουκάλια με μηνύματα...
να φυλαχτώ από το ανελέητο ήλιο κάτω από το αρμυρίκι που ξέμεινε μονάχο ...
να χωθώ στην αγκαλιά της μεξικάνικης αιώρας που 'χα στήσει κάτω από το παραπέτασμα με τα φοινικόφυλλα...
να δω τις αστραπές να σκίζουν τον ουρανό, να είμαι μόνη στην καταιγίδα- χωρίς φόβο- αλλά με δέος που ευλογήθηκα να το ζήσω...
να ακούω τη βροχή, τους κεραυνούς, τη λύσσα των κυμμάτων... αλλά και την υπόκωφη βουή του επερχόμενου σεισμού...
να κάθομαι στο συγκεκριμμένο κατά εποχή σημείο προκειμένου να δω τον ήλιο και τα φεγγάρι στον κύκλο τους...
να χώνομαι στις χοάνες των βράχων, να ψάχνω για υπόγειους λαβύρινθους...
να καταδύομαι στο βυθό, που ήξερα τα σημεία που άλλαζε το χρώμα, από το βαθύ μπλέ στο τυρκουάζ και στο πράσινο...
να μαζεύω τις κουκουνάρες που έπεφταν ώριμες στο χώμα...
να κάθομαι τις νύχτες να μετράω τα άστρα και να αφήνω τις ευχές μου...
να συναπαντιέμαι στο σκοτάδι με τις φιγούρες που χόρευαν έξω από το νεραϊδόσπιτο...
να με περιμένουν τα αθώα μάτια του μικρού λαγού στη στροφή με τα ευκάλυπτα...
να είμαι στα χρώματα και στο σκοτάδι... ανάμεσα στη μελαγχολία και την έμπνευση, την ταραχή και τη γαλήνη...

Τα 'χω ζήσει αυτά και πολλά- πολλά περισσότερα...

Και είμαι πια κλειδωμένη... σε ένα κρύο που βγαίνει από μέσα μου...και σχεδόν με εξαϋλώνει...

Δεν θέλω να στέκομαι μόνο στις μνήμες...

Θέλω πίσω το σπίτι μας

Δεν υπάρχουν σχόλια: